- ξυνήθης
- σύν-ἠθέω-siftimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)σύν-ἠθέω-siftimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προταρβώ — έω, Α 1. φοβάμαι εκ τών προτέρων («θάνατον προταρβοῡσα», Ευρ.) 2. φοβάμαι ή είμαι ανήσυχος για κάτι («ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾱς προταρβεῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταρβῶ «φοβάμαι, ανησυχώ»] … Dictionary of Greek
συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek